- ελληνολατινικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Λατίνους, ο ελληνικός και ο λατινικός ταυτόχρονα.2. φρ., «ελληνολατινικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στη λατινική (σε αντίθεση με το λατινοελληνικό λεξικό).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.