ελληνολατινικός

ελληνολατινικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Λατίνους, ο ελληνικός και ο λατινικός ταυτόχρονα.
2. φρ., «ελληνολατινικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στη λατινική (σε αντίθεση με το λατινοελληνικό λεξικό).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελληνολατινικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Λατίνους ή στη γλώσσα, στον πολιτισμό και στην παράδοση Ελλήνων και Λατίνων …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”